Η βασική έννοια του κύκλου ζωής της οικογένειας συνίσταται στο ότι αυτή περνά από ένα αριθμό αναπτυξιακών σταδίων, καθένα από τα οποία απαιτεί αλλαγές στην οργάνωση της. Η οικογένεια συνιστά ένα ανοιχτό ψυχοβιολογικοκοινωνικό σύστημα που βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια διατήρησης της ισορροπίας του, μέσα σε από μια διαδικασία συνεχούς αλλαγής. Θα πρέπει, λοιπόν, να εκτιμηθεί κατά πόσον ο τρόπος λειτουργίας της οικογένειας αντιστοιχεί στην αναπτυξιακή φάση στην οποία αυτή βρίσκεται. Ανάλογα με την φάση του κύκλου ζωής, τα μέλη θα πρέπει να επιστρατεύουν διαφορετικούς μηχανισμούς προσαρμογής. Άλλες φορές θα πρέπει να έρχονται σε μεγάλο βαθμό εγγύτητας που μπορεί να είναι στα όρια της «συγχώνευσης» ή «διάχυσης» ( fusion), ενώ άλλες θα πρέπει να απομακρύνονται και να θέτουν αυστηρά τα όρια υπέρ της αυτονομίας και της ιδιωτικότητάς τους.
Κατά την γέννηση ενός παιδιού, για παράδειγμα, αναπτύσσεται μια σχέση έντονης εγγύτητας μεταξύ μητέρας και βρέφους. Η συμβιωτική αυτή σχέση επιτρέπει στους δύο να δημιουργήσουν ένα ασφαλές περιβάλλον μέσα στο οποίο το βρέφος θα αναπτύξει τον «πραγματικό» του εαυτό. Παράλληλα, ο πατέρας θα πρέπει να στηρίξει την μητέρα , που με την σειρά της θα μπορέσει να προσφέρει ένα πρόσφορο περιβάλλον στο βρέφος της. Μητέρα και βρέφος λειτουργούν ως δυο ομόκεντροι κύκλοι, με την μητέρα να απομακρύνεται από τον πατέρα για να μπορέσει να αφοσιωθεί στο βρέφος της.
Η δυναμική αυτή θα πρέπει σύντομα ν΄αλλάξει, γιατί το βρέφος αναπτύσσεται και η μητέρα οφείλει να απομακρυνθεί από κοντά του , αφήνοντας του ένα πεδίο για να αυτονομηθεί αλλά και για να επανακτήσει η ίδια τα δικά της ενδιαφέροντα και να αφοσιωθεί εκ νέου στην σχέση της με τον σύντροφο της. Εάν, παρόλα αυτά, παραμείνει στην αρχική δυναμική που ανέπτυξε με το βρέφος, τότε αυτό που ήταν λειτουργικό θα μετατραπεί σε μείζονα δυσλειτουργία. Θα μετατραπεί σε μια οικογένεια όπου τα μέλη της έχουν πολύ χαμηλό βαθμό αυτονομίας, δεν αποφασίζουν για τον εαυτό τους, δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες αν δεν συμφωνήσουν όλοι, αισθάνονται εύκολα ενοχές εάν κάνουν κάτι με το οποίο οι υπόλοιποι δεν συμφωνούν, αισθάνονται την υποχρέωση να αποδέχονται τους όρους των σχέσεων των άλλων μελών, ενώ ταυτόχρονα θυμώνουν με αυτή τους την στάση.
Όταν η οικογένεια αδυνατεί να περάσει και να ολοκληρώσει έναν ή περισσότερους κύκλους ζωής της, τότε σημαίνει ότι αδυνατεί να αφομοιώσει την ψυχική οδύνη που προκαλούν οι περίοδοι αυτοί στα μέλη της (ανάγκη έντονης εγγύτητας των νεαρών μελών ή σύγκρουσης και αποχωρισμού των μεγαλύτερων). Τότε η οικογένεια αδυνατεί να διεργαστεί τα συναισθήματα αυτά, αποφεύγει την είσοδο και ολοκλήρωση του κύκλου ζωής της, και καθηλώνεται σε δυσλειτουργικά πρότυπα συναλλαγών. Ο κύκλος ζωής της οικογένειας συνιστά το πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελούνται αυτές οι διεργασίες. Ο τρόπος, λοιπόν, που κάθε οικογένεια διαχειρίζεται αυτές τις «φυσιολογικές» κρίσεις είναι ενδεικτικός του βαθμού προσαρμοστικότητας της.
«Ψυχαναλυτική προσέγγιση της οικογένειας» (απόσπασμα)
της Αναστασία Τσαμπαρλή, Κλινικής Ψυχολόγου-Ψυχαναλύτριας