«Το πράσινο μαντηλάκι της Υπέροχης»
Από την Μαριάννα Παντελοπούλου – δημοσιογράφο, αρθρογράφο.
Συνάντησα το Στέργιο χρόνια πολλά… μετά. Αγαπημένος φίλος κάποτε, χρόνια πολλά … πριν. Αλλαγμένος, από το χρόνο. Δεν είχε πια τα μαγικά μαύρα του μαλλιά, και το λεπτοκαμωμένο του κορμί, τώρα πια ήτανε σώμα μεσήλικου (ευνοημένου πάντως, ακόμα από τη μοίρα). Όμως η μεγάλη αλλαγή δεν οφειλόταν στον πανδαμάτορα, αλλά στον ίδιο.
Με πολλούς φίλους χάθηκα κατά τη διάρκεια των χρόνων, αλλά η η σχέση αγάπης, δε χάνεται ποτέ και κάπως έτσι ο Στέργιος μου είπε την ιστορία του κατευθείαν, από το πρώτο βράδυ που ξαναειδωθήκαμε τυχαία, σε ένα στενάκι του κέντρου.
Ναι, ο Στέργιος είχε αλλάξει. Είχε αληθινά αλλάξει. Ήσυχα αλλάξει, εν αντιθέσει με ανθρώπους που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια και διατυμπάνιζαν μια αλλαγή. Αλλαγή που στο πρώτο… στενό τους παράταγε σύξυλους ή την παράταγαν αυτοί κι έτρεχαν έντρομοι στο πρώτο μπαρ, ή (ακόμα χειρότερα) προκειμένου να γλιτώσουν την… αλλαγή της, ξαναγύρναγαν σε μια ζωή στενότερη και σκοτεινότερη κι απ΄ το χειρότερο παραδρομάκι της Ομόνοιας.
Ο Στέργιος είχε αλλάξει. Δεν χρειαζόταν να πει κάτι αυτός. Αυτή η σχισμή πανσέληνου στο χαμόγελό του φώτιζε τη νύχτα. Εγώ το ρώτησα. Εγώ που χάθηκα με αγαπημένους φίλους σαν κι αυτόν, γιατί κι εγώ φοβήθηκα την αλλαγή και βρήκα άλλη πατέντα…να χάνομαι, ή όπως οι ξένοι νόμιζαν…ν΄ αλλάζω συνεχώς.
Τρία όνειρα μου είπε ο Σερζ (όπως τον φώναζα παλιά) και λέω να τα ακούσετε κι εσείς κι ο ψυχαναλυτής μου, γιατί όπως κι ο Στέργιος παραδέχτηκε (off the record of dreams) τη βοήθεια του από ειδικό κι εκείνος την πήρε (για να τα βγάλει πέρα με την…Υπέροχη).
Όνειρο πρώτο. «Δεν πάει άλλο»
«Μαμά, μαμά αυτός ο Στέργιος χάλασε. Δεν πάει, σου λέω. Φέρε τον άλλο. Πες στον άλλο», ξυπνάω κάθιδρος στο σκοτάδι ανοίγω τα μάτια και συνεχίζω να βλέπω σκοτάδι. Η μάνα έχει πεθάνει πια δεν μπορεί να κάνει τίποτα και αυτός ο Στέργιος έχει χαλάσει και δεν μπορεί να κάνει κι αυτός. Είμαι σα νεκρός φίλε. Λέω να πεθάνω τώρα, να τελειώνω. Δε βγάζω μέρα αύριο. ΔΕΝ ΕΧΩ! Και τότε φίλε, ανοίγει η πόρτα και το δωμάτιο γεμίζει φως και μπαίνει μέσα η… Υπέροχη. Δεν έχεις δει σου λέω ομορφότερο πλάσμα!!! Και βαδίζει σιγά -σιγά στο κρεβάτι και με παίρνει αγκαλιά και κολλάει το στόμα της στ΄ αυτί μου κι αρχίζει να μου λέει, να μου λέει, να μου λέει… πω- πω ρε φίλε τι μου λεγε… Κι έχει τιγκάρει το πράσινο μαντηλάκι της στο λαιμό ένα φίνο άρωμα κι είναι στα ρουθούνια μου κι έχει εκείνη την ψιθυριστή φωνή και μου λέει, μου λέει… που θα πηγαίνουμε μαζί στη θάλασσα, και θα οδηγεί εκείνη (αλλά θα βάζουμε μαζί τις ταχύτητες), που θα γελάμε, που θα μας ζηλεύουν όλοι και μου τα λέει και μου χαϊδεύει τα μαλλιά (ήταν κι άλουστα ρε φίλε καταντράπηκα) και μου φιλάει το μέτωπο εκεί πάνω απ΄ τα μάτια που με πιάνει αυτός ο γαμημένος ο πόνος και κοιμήθηκα σα μωρό ρε φίλε και ξύπνησα καινούργιος, σου λέω…
Όνειρο δεύτερο. «Η δοκιμασία» ή «Για τα μάτια της μόνο»
Είμαι στη μέση του πουθενά. Δεν ξέρω σου λέω ποιο είναι το μπροστά, πιο το πίσω, από που ήρθα και που πάω και τα χω χρειαστεί γιατί αρχίζει να νυχτώνει (ή και να ξημερώνει; δεν ξέρω!) Δεν ξέρω τίποτα, σου λέω, έχω αρχίσει και τρέμω και ξαφνικά ακούγεται ένα μούγκρισμα, μούγκρισμα ρε φίλε, σαν το Κτήνος που λένε και ταρακουνιέται ο τόπος. Και πλησιάζει ,το ξέρω πως πλησιάζει γιατί σκοτεινιάζουν τα πάντα. Και κάνω ένα έτσι και βλέπω στο χοντρολαιμό του ένα κόκκινο λουρί και που καταλήγει νομίζεις! Στα χεράκια της! Στα χεράκια της κυρίας και με κοιτάζει με σηκωμένο φρύδι να δει τι θα κάνω. Και κοιτά μια εμένα μια το τέρας και σχεδόν του χαμογελά! Σαν να τα χουνε κάνει πλάκακια σου λέω! Κι εγώ από το φόβο κι απ΄ το σοκ το μόνο που θέλω είναι να το βάλω στα πόδια, να γυρίσω πίσω, εκεί που ήμουν, να χωθώ στο κρεβάτι μου, στα βρώμικα σεντόνια μου και μη σώσω! να πάω στη θάλασσα με τη γκόμενα τη σκάρτη. Κι ας είναι σκέτος άγγελος. Ο καλός μου άγγελος, πανάθεμα τη! Τη βλέπω και καίγομαι πιο πολύ κι απ΄ τις φωτιές που μου πετάει αυτός ο οξαποδώς πάνω μου.
Κι αυτός με πλησιάζει όλο πιο πολύ ρε φίλε! Κι αυτή η ρουφιάνα τον κρατάει σα σκυλάκι της κι έρχεται αργά, αργά κουνάμενη – συνάμενη πάνω στα γοβάκια της (όπως εκείνο το πρώτο βράδυ που μπήκε στην κάμαρα μου) και διαβάζω στα χείλη της να μου λέει ναζιάρικα « Λοιπόν;» κι έχει ήδη αρχίσει να στραβώνει που δεν του χυμάω! ΤΙ ΝΑ ΤΟΥ ΧΥΜΗΞΩ!!! Εγώ τα έχω κάνει πάνω ΜΟΥ!!! Τα πόδια μου ήδη έχουν πάρει στροφή προς τα πίσω αλλά το ξέρω, μέσα μου κάπως το ξέρω, πως πρέπει να μείνω εδώ. Αν αντέξω να μείνω εδώ μέχρι να ανάψει το φανάρι!!! Και κοιτάω τα νούμερα που σέρνονται κι η καρδιά μου πάει να σπάσει μαζί και τα κόκκαλα στα πόδια μου απ΄ την πίεση που βάζω να μείνουν εδώ και σκύβω το κεφάλι μη δω τις ματωμένες ματάρες του ούτε εκείνη που με κοιτάει σαν τη μάνα μου «Δειλέ! Άντρα γύρεψα εγώ!!!» σκύβω το κεφάλι φίλε, μου πέφτουν τα μούτρα στο χώμα κανονικά κι εκεί ακριβώς είναι που βλέπω τα βρωμοπόδαρα του και στο αριστερό έχει ένα κόκκινο διακόπτη ρε φίλε και σκύβω και πατάω το off!
Κι έτσι άξαφνα βρίσκομαι στο κρεβάτι μου κι ούτε ξέρω τι χτύπησε και μου χτυπάει την πόρτα, δε λέω εμπρός, δε λέω τίποτα και την ανοίγει. Είναι αναμαλλιασμένη και τα μάτια της λάμπουν κι έχει στο χέρι το πράσινο μαντίλι της κι έρχεται και κουρνιάζει στα πόδια μου, χωρίς να πει τίποτα. Κι ούτε κι εγώ της λέω κάτι, για την απανθρωπιά της, την ξεδιαντροπιά της, την εγκατάλειψη της και μέσα μου λυσσάω να μου πει ένα μπράβο. Παρηγοριέμαι που ναι στα πόδια μου και κρατάω την πεισμωμένη μου σιωπή και τότε σηκώνει το κεφάλι και μου λέει « Είδες που τον <είχες> για πλάκα ρε κούκλε; Τι να μας πουν τα ψώνια με τα μούσκουλα; Εσύ έχεις τον τρόπο σου! Αύριο θα πάμε στη θάλασσα, μωρό. Ο καινούργιος δρόμος είναι σούπερ!!!!»
Όνειρο τρίτο, τέταρτο, πέμπτο… « Από δω και πάνω» (στίχος, Γ. Αγγελάκα)
Μη φανταστείς, τραβάω κάτι υποτροπές ξεγυρισμένες που και που, αλλά βλέπεις τώρα τη δάγκωσα τη λαμαρίνα της -μου λέει κλείνοντας το μάτι- και δε γλιτώνω. Πέφτω στο κρεβάτι να λιώσω στον ύπνο της καταθλιψάρας μου αλλά…
Ξυπνάω σε ένα σπίτι (το ίδιο πάντα). Είναι ένα σπίτι, τάχα μου παράλληλο με το παλιό, σε παραδίπλα δρόμο, σα να λέμε. Τάχα μου το χω νοικιάσει; το χω αγοράσει; αφότου έφυγα απ΄ το παλιό, και με κάποιο τρόπο μπορούν κι επικοινωνούν. Το νέο σπίτι είναι φωτεινό, με χρώματα, αλλά κάθε φορά κάποιος χώρος του είναι ανάστατος, μπορεί να είναι το γραφείο ή η κρεβατοκάμαρα (πέρυσι με την απόλυση, βρήκα λέει όλους τους φακέλους των καλύτερων προσωπικών μου πελατών φαγωμένους από ποντίκια που μπήκαν στα συρτάρια) ξυπνώ στο σπίτι κι είμαι κυριολεκτικά σκασμένος, δεν μπορώ να πάρω ανάσα και πρέπει κάθε φορά να συμμαζέψω και το χάος στο συγκεκριμένο δωμάτιο, αλλά φαίνεται τόσο δύσκολο, τόσο δύσκολο! Σέρνομαι να βγω στη βεράντα να αναπνεύσω αλλά η πόρτα που ανοίγω με οδηγεί στο παλιό σπίτι. Είναι σκοτεινό και υγρό. Σαν υπόγειο ένα πράγμα. Ποιο μπαλκόνι και ποιος αέρας; (Που, το καινούργιο! Σκέπτομαι, τα σπάει!) Το μάτι μου πέφτει σε κάποια παλιά παιδικά παιχνίδια ή φωτογραφίες που αναρωτιέμαι πως και δεν τα πήρα μαζί μου φεύγοντας, αλλά όπως κάνω να τα πάρω (κάθε φορά άλλο) διαλύονται και λες και διαλύομαι κι εγώ, σαν να λιποθυμάω πως να στο πω, είναι κι αυτή η έλλειψη αέρα εκεί μέσα, σα να σβήνω… Ξαναξυπνώ στο νέο σπίτι όπως όταν σε συνεφέρουν από πνιγμό! Σηκώνομαι και πάω στο δωμάτιο που πρέπει να καθαρίσω. Ρίχνω μια ματιά, αναστενάζω προσπαθώ να βρω κάποιο αγαπημένο αντικείμενο που θα μου κλέψει την προσοχή με την ιστορία του κι από κει αρχίζω την τακτοποίηση. Κι εκεί που καθαρίζω και καθαρίζω και καθαρίζω κι έχω χωθεί πια για τα καλά ακούω από κάτω κόρνα. Και βγαίνω στο μπαλκόνι και τη βλέπω στο αμάξι. Έχει κατεβάσει τη σκεπή και μου χαμογελάει και μου φωνάζει “Πάμε μωρό;” Κι είμαι ήδη στα σκαλιά. Ανοίγω την πόρτα γελώντας και πατάει γκάζι και βάζω το χέρι μου πάνω από το δικό της στο λεβιέ και της παίρνει ο αέρας το πράσινο μαντηλάκι στο λαιμό κι έχουμε δρόμο μπροστά…