Νάρκισσος… ο νεαρός που ερωτεύτηκε την ίδια του την όψη! Γιατί να θεωρείται ατόπημα κάτι τέτοιο!; Πιθανόν γιατί σπατάλησε την ενέργεια της αγάπης επί ματαίω, μεταφέροντάς την σε κάτι εφήμερο και στατικό όπως μία εικόνα! Μία εικόνα την οποία με τόσο θαυμασμό αντίκρυζε στην γαληνεμένη λίμνη, χωρίς να σκεφτεί πως όταν ο χρόνος πάρει ένα βότσαλο και το πετάξει μέσα της, διαταράσσοντας έτσι τα νερά της, η εικόνα αυτή θα ζαρώσει…
Είναι πολύ εύκολο ο άνθρωπος να καταστεί έρμαιο της εικόνας τελικά. Τον φυλακίζει η όψη της παραπλανώντας τους οφθαλμούς! Toν ναρκ-ώνει! Τί κρύβεται όμως πίσω από αυτήν; Μία απλή επιφάνεια καμβά… σκίζοντάς την θα δεις έναν λευκό τοίχο, ή μήπως ένα βαθύ και σκοτεινό πέρασμα που σε ανταμείβει με φως εκεί όπου καταλήγει; Θα πρέπει να την καταστρέψεις για να το ανακαλύψεις! Να αφήσεις το πέπλο της να πέσει όπως πέφτει το αραχνοϋφαντο φόρεμα της νύμφης την ώρα που ετοιμάζεται για το λουτρό της, φανερώνοντας το εκπάγλου καλλονής θέαμα που έκρυβε! Μας είναι όμως πολύ δύσκολο να ελευθερωθούμε από τα δεσμά της. Δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε, αδυνατούμε να λησμονήσουμε μία θεά, την οποία εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε! Εμείς θα ορίσουμε το πότε θα αλλαξοπιστήσουμε αρκεί να μάθουμε να βλέπουμε με ακτίνες X!
Ζούμε στην εποχή της εικόνας! Μας κατακλύζουν από παντού! Οι άνθρωποι κατέληξαν να κυκλοφορούν στους δρόμους, έχοντας για κεφάλι ένα πλακάτ με κολλημένη πάνω την πιο όμορφη φωτογραφία τους. Μπαίνουν στο σπίτι… αφήνουν το πλακάτ και βλέπουν την φωτογραφία τους φορεμένη τώρα πια από μία οθόνη-μία στέρεη λίμνη. Την θαυμάζουν όπως ο Νάρκισσος θαύμαζε τον εαυτό του στα νηφάλια νερά. Φροντίζουν η λίμνη τους να είναι αψεγάδιαστη για να αναδείξει ακόμη πιο πολύ την εικόνα τους, έτσι ώστε κανένα βότσαλο να μην μπορεί να την παραμορφώσει.
Καταδικάζουμε τον Νάρκισσο αλλά δεν απέχουμε και πολύ από αυτόν. Για να μην πέσουμε θύματα του ίδιου μας του εαυτού, για να μην μπορέσει η ίδια μας η εικόνα να μας αφανίσει, θα πρέπει να ψάξουμε τον αντικατοπτρισμό μας σε μία εσωτερική λίμνη. Το μόνο που απαιτείται είναι μία στροφή 180 μοιρών των οφθαλμών μας. Ας γνωρίσουμε το είναι μας και κάθε είδους κάτοπτρο θα είναι περιττό. Ας αφήσουμε κάποιες φορές τους γύρω μας να διδραματίσουν αυτόν τον ρόλο. Ας γίνουν η λίμνη μέσα από την οποία θα αναδυθεί η όψη μας, η οποία ίσως μας φανερωθεί καλύτερη από αυτήν που περιμέναμε και πιο αληθινή!
Ο μύθος έχει ως εξής: Ο Νάρκισσος ήταν από τις Θεσπιές, γιος της θαλάσσιας νύμφης Λειριόπης, την οποία ο ποταμός-θεός Κηφισός την είχε κάποτε περιπλέξει στα ρεύματά του και την είχε διαφθείρει. Ο μάντης Τειρεσίας είπε στην Λειριόπη, το πρώτο πρόσωπο που τον συμβουλεύτηκε ποτέ:
– Ο Νάρκισσος θα ζήσει ως τα βαθειά γεράματα, αρκεί να μην γνωρίσει ποτέ τον εαυτό του.
Ο καθένας θα μπορούσε δικαιολογημένα να ερωτευτεί τον Νάρκισσο, ακόμη κι όταν ήταν παιδί, ενώ όταν έφτασε στα δεκάξι του, ο δρόμος του ήταν στρωμένος με ερωτοχτυπημένους και των δύο φύλων, τους οποίους αυτός είχε άσπλαχνα απορρίψει, διότι ο Νάρκισσος έτρεφε πεισματική υπερηφάνεια για την ομορφιά του.
Ανάμεσα στους ερωτοχτυπημένους ήταν και η νύμφη Ηχώ, που δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιήσει την φωνή της παρεκτός για να επαναλαμβάνει τις κραυγές των άλλων. Κάποια μέρα λοιπόν, όπου ο Νάρκισσος βγήκε να στήσει δίχτυα για ελάφια, η Ηχώ τον ακολούθησε κλεφτα μέσα στο απάτητο δάσος , γεμάτη λαχτάρα να του απευθύνει τον λόγο, αλλά ανήμπορη να μιλήσει πρώτη. Τελικά ο Νάρκισσος βλέποντας ότι είχε ξεκόψει από τους συντρόφους του, φώναξε:
– Είναι κανείς εδώ?
– Εδώ! Αποκρίθηκε η Ηχώ, πράγμα που τον εξέπληξε δεδομένου ότι γύρω δεν υπήρχε ψυχή.
– Έλα!
– Ελα!
– Γιατί με αποφεύγεις;
– Γιατί με αποφεύγεις;
– Έλα κοντά μου!
– Έλα κοντά μου! Επανέλαβε η Ηχώ, και γεμάτη χαρά όρμησε από την κρυψώνα της για να αγκαλιάσει τον Νάρκισσο. Εκείνος όμως την έδιωξε απότομα κι έτρεξε μακριά.
– Καλύτερα να πεθάνω παρά να πλαγιάσουμε μαζί! φώναξε.
– Να πλαγιάσουμε μαζί! Παρακάλεσε η Ηχώ. Αλλά ο Ν άρκισσος είχε φύγει και η Ηχώ πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε έρημα φαράγγια, λιώνοντας από έρωτα και λύπη, ώσπου απέμεινε μόνο η φωνή της.
Κάποια μέρα, ο Νάρκισσος έστειλε ένα ξίφος στον Αμίνιο, τον περισσότερο επίμονο μνηστήρα του. Αυτός σκοτώθηκε στο κατώφλι του Νάρκισσου, παρακαλώντας τους θεούς να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατό του. Η Άρτεμις εισάκουσε την παράκληση κι έκανε τον Νάρκισσο να ερωτευτεί, αλλά του στέρησε την ολοκλήρωσή του έρωτά του. Στον Δονακώνα των Θεσπιών ο Νάρκισσος έφτασε σε μία πηγή λαγαρή σαν ασήμι, που ουδέποτε την είχαν ταράξει βόδια, πουλιά, ή αγρίμια και ούτε καν κλωνάρια που να πέφτουν από τα δέντρα που την σκίαζαν. Καθώς λοιπόν, ρίχτηκε αποκαμωμένος στη χλοερή της όχθη για να σβήσει την δίψα του, ερωτεύτηκε το είδωλό του μέσα στο νερό. Την αρχή δοκίμασε να αγκαλιάσει και να φιλήσει το όμορφο αγόρι που είχε απέναντί του, αλλά δεν άργησε να αναγνωρίσει τον εαυτό του κι έμεινε ξαπλωμένος να ατενίζει συνεπαρμένος μέσα στην λιμνούλα με τις ώρες. Πώς μπορούσε ο Νάρκισσος να αντέξει σ΄αυτήν την κατάσταση, να κατέχει το ίνδαλμά του και μολοντούτο να μην το κατέχει; Η λύπη τον κατέτρωγε κι όμως αυτός χαιρόταν το μαρτύριό του, ξέροντας τουλάχιστον ότι ο άλλος εαυτός του θα του έμενε πιστός, ό,τι κι αν του συνέβαινε.
Η Ηχώ, αν και δεν είχε συγχωρήσει τον Νάρκισσο, θλιβόταν μαζί του. Γεμάτη συμπόνια αντιλάλησε « Αλίμονο! Αλίμονο! » καθώς εκείνος βύθιζε το εγχειρίδιο στο στήθος του, και τέλος « Ώ, έχε γεια, αγόρι που μάταια σε αγάπησα!» καθώς εκείνος ξεψυχούσε. Το αίμα του Νάρκισσου πότισε το χώμα, και φύτρωσε ο άσπρος νάρκισσος με την κόκκινη στεφάνη, από τον οποία βγάζουν στην Χαιρώνεια αλοιφή βάλσαμο.